Σήμερα ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ. Καὶ στὴν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται μία περικοπὴ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, τὴν ὁποία μέσα ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐκκλησία τῶν Ἐφεσίων καὶ δι᾽ αὐτῆς πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, λέει· «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,15). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς δώσουμε μία σύντομη ἑρμηνεία βοηθούμενοι ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.
Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἑξῆς. Στὸν κόσμο αὐτὸν οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε «σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους» (Ματθ. 10,16). Νὰ προσέχουμε λοιπόν, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, νὰ μὴν τοὺς δίνουμε ἀφορμὴ γιὰ ἔχθρα καὶ μῖσος. Μόνο σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως νὰ εἴμαστε ἀνυποχώρητοι· στὰ ἄλλα ἂς εἴμαστε εἰρηνικοὶ καὶ ἄκακοι. Αὐτὸ εἶνε γνώρισμα τῆς φρονιμάδας τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔτσι θὰ συμπεριφέρωνται ὄχι «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί».
Νὰ ζοῦμε, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν». Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος εἶνε ἕνα πολύτιμο πρᾶγμα. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν «χρόνου φείδου». Καὶ σήμερα ἀκοῦμε ὅτι «ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα». Ὅπως δηλαδὴ τὸ χρῆμα τὸ φυλᾷς καὶ δὲν τὸ σπαταλᾷς, ἔτσι νὰ βλέπῃς καὶ τὸ χρόνο. Ὁ χρόνος εἶνε τάλαντο. Ὅπως τὰ τάλαντα, κατὰ τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου (βλ. Ματθ. 25,14-30), ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀξιοποιοῦμε καὶ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα, ἔτσι νὰ κάνουμε καὶ συνετὴ χρῆσι τοῦ χρόνου ποὺ διαθέτουμε.
Ὁ Θεὸς εἶνε αἰώνιος, ἄχρονος, ἐκτὸς χρόνου. Ἐμεῖς ζοῦμε ἐν χρόνῳ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὡς «ξένοι» «πάροικοι» καὶ «παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,13. Α΄ Πέτρ. 1,1· 2,11). Ὅσα χρόνια καὶ ἂν ζήσουμε, ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶνε μιὰ σταγόνα ἐμπρὸς στὸν ὠκεανὸ τῆς αἰωνιότητος. Κάθε στιγμὴ ὅμως τῆς ζωῆς μας, αὐτὸς ὁ λίγος χρόνος, ἔχει μεγάλη ἀξία. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς μας ὣς τὰ βαθειὰ γεράματα, τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶνε δικό μας· μᾶς δόθηκε γιὰ ἕνα σκοπό. Ἂν ζήσουμε ὄχι μὲ ἔχθρες καὶ μίση, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, τότε «ἐξαγοράζουμε τὸν καιρόν». Ὅ,τι καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ λοιπόν, ἂς τὸ θυσιάσουμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ κρατήσουμε τὴν πίστι.
Ἀκοῦμε, ὅτι ἕνας πλούσιος, βλέποντας κακοποιοὺς νὰ ἔρχωνται νὰ τὸν σκοτώσουν, τοὺς ἔδωσε ὅ,τι εἶχε καὶ γλύτωσε. Αὐτός, λέμε, ἐξαγόρασε τὴ ζωή του μὲ τὰ πλούτη του. Κ᾽ ἐμεῖς ἀξίζει νὰ δώσουμε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας γιὰ νὰ γλυτώσουμε τὸ μέγα κεφάλαιο, γιὰ νὰ ἐξαγοράσουμε μ᾽ αὐτὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας, διότι «αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Δὲν φταῖνε βεβαίως οἱ ἡμέρες αὐτὲς καθεαυτές, τὸ φῶς – οἱ ὧρες – τὰ λεπτά τους· φταῖνε οἱ κακοὶ ἄνθρωποι ποὺ γεμίζουν τὶς ἡμέρες μὲ πονηρὰ ἔργα, καὶ ἔτσι λέμε ὅτι «οἱ ἡμέρες εἶνε πονηρές».
Ὡς πρὸς τὰ ἐπίγεια, τὰ καλύτερα χρόνια τῆς ζωῆς εἶνε γιὰ μὲν τὰ παιδιὰ καιρὸς μαθήσεως, γιὰ τοὺς νέους καιρὸς ἡρωικῶν πράξεων, γιὰ δὲ τοὺς ὡρίμους ἄντρες καὶ γυναῖκες καιρὸς γάμου καὶ τεκνογονίας. Κατόπιν οἱ εὐκαιρίες αὐτὲς τελειώνουν· δὲν βλέπεις γέροντες οὔτε στὰ σχολεῖα οὔτε στὸ στρατὸ οὔτε στὸ γάμο, γιατὶ ὁ χρόνος πέρασε πλέον.
Ἔτσι, καὶ πολὺ περισσότερο, στὰ μέλλοντα καὶ οὐράνια. Λένε γιὰ τὸν Τίτο, αὐτοκράτορα τῆς ῾Ρώμης, ὅτι ἦταν ὀπαδὸς τοῦ φιλοσόφου Πυθαγόρα, ποὺ ὑποχρέωνε τοὺς μαθητάς του κάθε βράδυ νὰ ἐξετάζουν τί ἔκαναν τὴν ἡμέρα. Καὶ ὁ Τίτος, ὅταν ἔβλεπε ὅτι δὲν ἔκανε κάτι ἀξιόλογο, ἔλεγε· Ἀλλοίμονο, ἔχασα τὸν καιρό μου! Καὶ στὴ δική μας πνευματικὴ ζωὴ πόσος χαμένος καιρὸς ὑπάρχει!
Πῶς ἐξαγοράζεται – πῶς κερδίζεται ὁ καιρός; Ὅταν δὲν διαφεύγῃ μὲ ἀμέλεια καὶ ἀργία, ἀλλὰ διατίθεται γιὰ κοπιώδη ἐσωτερικὴ ἐργασία, λεπτομερῆ αὐτοεξέτασι, ἐπιμελῆ ἄσκησι, ἀκριβῆ τήρησι τῶν θείων ἐντολῶν, ἐκρίζωσι τῶν παθῶν, καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, μόρφωσι κατὰ Χριστόν. Ὅταν ὁ πιστὸς ἐκμεταλλεύεται τὸν καιρό, μπορεῖ νὰ ἐλπίζῃ στὸ αἰώνιο μέλλον.
Ἕνας ἄνθρωπος προετοιμασμένος γιὰ τὴν αἰωνιότητα ἦταν, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτὸς «ἐξηγοράσατο» – ἐκμεταλλεύθηκε τὸ χρόνο του.
Πῶς ἔζησε; Ἦταν ὀλιγογράμματος, ἔβοσκε πρόβατα, ἀλλ᾽ ἄνθρωπος μεγάλης ἀγάπης, ἐλεήμων καὶ φιλόξενος. Ἦταν ἔγγαμος καὶ μὲ τὴ γυναῖκα του ἀπέκτησαν μιὰ θυγατέρα, τὴν Εἰρήνη· ἀλλ᾽ ἔπειτα πέθαναν καὶ ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη του. Ζοῦσε ἐνάρετα, ἁπλᾶ καὶ ταπεινά. Συμπεριφερόταν μὲ πραότητα καὶ ἀγαθότητα. Γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι. Ἔτσι, ὅταν κενώθηκε ὁ θρόνος τῆς Τριμυθοῦντος, μιᾶς μικρῆς πόλεως κοντὰ στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, τὸν ἐξέλεξαν παμψηφεὶ ἐπίσκοπό της.
Ὡς ἐπίσκοπος δὲν ἄλλαξε τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς. Εἶχε δὲ τόση παρρησία στὸ Θεό, ὥστε ἔκανε θαύματα μεγάλα.
Κάποτε π.χ., γιὰ νὰ βοηθήσῃ ἕνα φτωχὸ κ᾽ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε δραχμὴ στὴ τσέπη, μόλις εἶδε ἐκεῖ κοντὰ ἕνα φίδι νὰ κινῆται, ἔκανε τὸ φίδι χρυσό ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―, κι ἀφοῦ ὁ φτωχὸς ἐξυπηρετήθηκε ἐπανέφερε τὸ χρυσάφι σὲ φίδι ζωντανό, γιὰ νὰ μὴν πέσῃ ὁ ἄνθρωπος σὲ πλεονεξία καὶ φιλαργυρία, ποὺ εἶνε τὰ χειρότερα κακά.
Πάλεψε ὅμως καὶ μ᾽ ἕνα ἄλλο τρομερὸ φίδι, μὲ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος δὲν πίστευε στὴν ἁγία Τριάδα καὶ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἄχρονος ὅπως ὁ οὐράνιος Πατήρ. Συνῆλθε ἡ Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μαζεύτηκαν ἐκεῖ 318 πατέρες ἀπ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος μὲ θαῦμα ἀπέδειξε πῶς μποροῦν τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητος νὰ εἶνε μία φύσις. Τί ἔκανε· πῆρε στὰ χέρια του ἕνα κεραμίδι καὶ εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» κ᾽ ἔφυγε πρὸς τὰ πάνω ἡ φωτιὰ ποὺ τὸ εἶχε ψήσει, «καὶ τοῦ Υἱοῦ» κ᾽ ἔφυγε πρὸς τὰ κάτω τὸ νερὸ ποὺ τὸ εἶχε ζυμώσει, «καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» κ᾽ ἔμεινε στὸ χέρι του τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε γίνει. Ἔτσι συνετέλεσε καὶ αὐτὸς στὴν σύνταξι τοῦ «Πιστεύω» ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορά.
Μετὰ τὴν κοίμησί του τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε ἀρχικὰ στὴν Κωνσταντινούπολι (τὸν 7ο αἰῶνα) καὶ τελικὰ στὴν Κέρκυρα (τὸν 15ο αἰῶνα), ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα.
Αὐτός, ἀγαπητοί μου, ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ἔζησε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς διδάσκει νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Μὴ χάνετε καιρό! μᾶς φωνάζει. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶνε χρόνος προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Κι αὐτὴ ἡ προετοιμασία ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὴ μετοχὴ στὰ ἱερὰ μυστήρια.
Σὲ λίγο ἔρχονται Χριστούγεννα, ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…» (ᾠδ. α΄). Ἂς ἑτοιμαστοῦμε γιὰ θεία κοινωνία. Καὶ ἡ ἑτοιμασία εἶνε νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας. Στὸ ζήτημα αὐτὸ δυστυχῶς εἴμαστε πίσω. Εἶνε ἀμφίβολο ἂν στοὺς δέκα ἕνας ἐξομολογῆται· οἱ ἄλλοι πῶς θὰ κοινωνήσουν; Ἂς τρέξουμε λοιπὸν νὰ λουστοῦμε, νὰ καθαριστοῦμε. Τὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, ὅσο πᾶνε, γίνονται σκληρότερα, ἁμαρτωλότερα. Βρισκόμαστε σὲ καιροὺς ἀποκαλυπτικούς. Τὸ κακὸ αὐξάνει. Οἱ Χριστιανοί, ὅπως εἴπαμε, εἶνε «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10,16). Εἶνε λίγοι. Γίνεται μάχη μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι θὰ πέσῃ κόσκινο. Οἱ πολλοὶ ἐπηρεάζονται, ξεμυαλίζονται, ἀπομακρύνονται. Ἔντυπα, ῥαδιοφωνικοὶ καὶ τηλεοπτικοὶ σταθμοί, νυχτερινὰ κέντρα, ἀθέμιτες ἀπολαύσεις, κρεοφαγία ἀκόρεστη, ἀλκοόλ, κάπνισμα, ναρκωτικὰ προκαλοῦν φθορά. Οἱ ἄνθρωποι ξοδεύουν τὰ χρήματά τους στὸ διάβολο. Κι ὅσοι ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, τί τὸ ὄφελος; Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς παντρεμένους εἶστε δολοφόνοι, σκοτώνετε παιδιά· γι᾽ αὐτὸ σβήνουμε ὡς ἔθνος. Ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει τὸ πρωὶ καὶ ὣς τὸ βράδυ δὲ γεννιέται ἄλλος· μισὸς γεννιέται. Στὴν Τουρκία ἕνας Τοῦρκος πεθαίνει τὸ πρωὶ καὶ ὣς τὸ βράδυ γεννιοῦνται δώδεκα! Νὰ μετανοήσουμε λοιπόν.
Τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων θὰ γίνῃ ἔρανος γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἂς ἐλεήσουμε. «Ὁ ἐλεῶν, λέει, πτωχόν, δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. 19,17).
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλους νὰ ἑορτάσουμε τὶς ἅγιες ἡμέρες ποὺ ἔρχονται ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅπως θέλει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον» (Ἀπ. 5,6)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Στεφάνου – Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 12-12-1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.